Κουτσό - Julio Cortázar

Skip to product information
1 of 1
Regular price £20.00 GBP
Regular price £30.99 GBP Sale price £20.00 GBP
Sale Sold out
Taxes included. Shipping calculated at checkout.

Hopscotch by Julio Cortázar in modern Greek. 

«Αντιμυθιστόρημα», «Xρονικό μιας τρέλας», «Ένα βίαιο τράνταγμα από το γιακά», «Κάτι σαν ατομική βόμβα», «Ένα κάλεσμα προς την αναγκαία αταξία», «Ένα γιγάντιο ευφυολόγημα», «Ένα ψέλλισμα». Αυτά είναι λίγα από τα πάμπολλα που γράφτηκαν για το Κουτσό, το μυθιστόρημα που ο Χούλιο Κορτάσαρ άρχισε να ονειρεύεται το 1958, που εκδόθηκε το 1963 κι από τότε άλλαξε την ιστορία της λογοτεχνίας και συγκλόνισε τη ζωή χιλιάδων νέων ανά τον κόσμο. Γεμάτο λογοτεχνική φιλοδοξία, σπαρταριστό, με καινοτόμα συγγραφικά εργαλεία, κατεδαφιστικό του κατεστημένου και αναζητητικό της ρίζας της ποίησης, το Κουτσό, πάνω από μισό αιώνα τώρα, συνεχίζει να διαβάζεται με περιέργεια, με δέος, κατάπληξη, με ενδιαφέρον ή αφοσίωση.

Excerpt from first chapter:

Θα συναντούσα άραγε τη Μάγα; Όσες φορές έβγαινα για βόλτα, με το που έφτανα από την οδό ντε Σεν στην αψίδα που οδηγεί στην Κε-ντε-Κοντί, μόλις το σταχτί και λαδί φως που αιωρείται πάνω απ’ το ποτάμι μού επέτρεπε να διακρίνω σχήματα, η λεπτή σιλουέτα της διαγραφόταν στην Πον-ντεζ-Αρ, πότε να πηγαινοέρχεται, πότε ν’ ακουμπάει στο σιδερένιο παραπέτο, σκυμμένη πάνω απ’ το νερό. Και μου ’ρχόταν τελείως φυσικό να διασχίσω το δρόμο, ν’ ανέβω τα σκαλιά της γέφυρας, να μπω στο στενό της κατάστρωμα και να πλησιάσω τη Μά­γα που χαμογελούσε, διόλου έκπληκτη, πεπεισμένη όπως κι εγώ πως μια τυχαία συνάντηση είναι ό,τι λιγότερο τυχαίο στη ζωή μας και πως όσοι κλείνουν ακριβή ραντεβού είναι οι ίδιοι που χρειάζονται ριγέ χαρτί για να γράφουν, ή ζουλάνε από τη βάση το σωληνάριο της οδοντόπαστας.
Εκείνη, όμως, δεν ήταν τώρα στη γέφυρα. Το λεπτό της πρόσωπο με το διάφανο δέρμα θα εμφανι­ζόταν σε κάποια απ’ τις παλιές αυλόθυρες του γκέτο τού Μαρέ, εκτός αν κουβέντιαζε με καμιά από τις γυναίκες που πουλάνε πατάτες τηγανητές, ή έτρωγε κάνα ζε­στό λουκάνικο στη Λεωφόρο ντε Σεμπαστοπόλ.

Να μην τα πολυλογώ, εγώ ανέβηκα στη γέφυρα, αλλά η Μάγα δεν ήταν εκεί. Ούτε έπεσα πάνω της και, παρ’ όλο που ξέραμε ο ένας πού έμενε ο άλλος, παρ’ όλο που ξέραμε κάθε τρύπα των δύο δωματίων της ψευτοφοιτητικής μας ζωής στο Παρίσι και κάθε καρτ-ποστάλ που άνοιγε ένα παραθυ­ράκι Μπρακ ή Γκιρλαντάιο ή Μαξ Ερνστ κόντρα στα φτηνά γύψινα και τις παρδαλές ταπετσαρίες, ποτέ δεν πηγαίναμε ο ένας στο σπίτι του άλλου. Προτιμούσαμε να συναντιόμαστε στη γέφυρα, στα τραπεζάκια ενός café, σε καμιά κινηματογραφική λέσχη, ή να βρισκόμαστε σφιχταγκαλιασμένοι, μαζί με καμιά γάτα, σε μιαν αυλή του Καρτιέ Λατέν. Βαδίζαμε χωρίς να ψάχνει ο ένας τον άλλον, αλλά ξέροντας ότι βαδίζαμε για να συναντηθούμε. Αχ, Μάγα, πάνω σε κάθε γυναίκα που σου ’μοιαζε σωριαζόταν σαν εκκωφαντική σιωπή μια παύση οξύστομη, κρυστάλλι­νη, που στο τέλος κατέρρεε θλιβερά, σαν βρεγ­μένη ομπρέλα που κλείνει. Ναι, Μάγα, σαν ομπρέλα, κι ίσως θυμάσαι εκείνη την παλιά ομπρέλα που θυσιάσαμε σε μια ρεματιά του Πάρκου Μονσουρί ένα παγωμένο βράδυ του Μαρτίου. Την πετάξαμε, γιατί ήταν ήδη χαλασμένη όταν τη βρήκες στην Πλατεία Κονκόρντ, και την είχες χρησιμοποιήσει πάρα πολύ, ιδίως για να την μπήγεις στα πλευρά των ανθρώπων στο μετρό και στα λεωφορεία, πάντα άγαρμπη κι αφηρημένη, με το μυαλό σου σε πουλιά ζωγραφιστά ή σ’ ένα σύμπλεγμα που σχημάτιζαν δυο μύγες στην οροφή τού οχήματος, κι εκείνο το από­γευμα έπιασε μια μπόρα κι εσύ, όλο καμάρι, πήγες ν’ ανοίξεις την ομπρέλα σου όταν μπαίναμε στο πάρκο, και στο χέρι σου έπεσε ένας ορυμαγδός ψυχρά αστραπόβροντα και μαύρα σύννεφα, ρετάλια από σκισμένο ύφασμα ανάμεσα σε σπίθες από εξαρθρωμένες μπαλένες, και γελούσαμε σαν τρελοί ενώ γινόμασταν μουσκίδι και λέγαμε πως μια ομπρέλα που την έχεις βρει σε μια πλατεία πρέπει να πεθάνει αξιοπρεπώς σ’ ένα πάρκο κι όχι στην ποταπή φαγάνα ενός σκουπιδιάρικου ή σ’ ένα ρείθρο. οπότε, την τύλιξα εγώ όσο καλύτερα μπορούσα, τη με­ταφέραμε ώς το λοφάκι του πάρκου, κοντά στη γεφυρούλα πάνω απ’ τις γραμμές του τρένου, κι από κει την πέταξα μ’ όλη μου τη δύναμη στην κοίτη της ρεματιάς με το μουλιασμένο γρασίδι, ενώ εσύ έβγαζες μια κραυγή που μου ’φερε ακαθόριστα στο νου κατάρα Βαλκυρίας.

Και βυθίστηκε στη ρεματιά σαν καράβι που βουλιάζει στο πράσινο νερό, στο πράσι­νο νερό το ανταριασμένο, à la mer qui est plus félonesse en été qu’en hiver, στο επίβουλο κύμα, Μάγα, ερωτευμένοι με τον Ζουενβίλ και με το πάρκο, αγκαλιασμένοι σαν δυο βρεγμένα δέντρα ή σαν ηθοποιοί σ’ ένα ουγγαρέζικο ταινιάκι. Κι έμεινε εκεί, στο γρασίδι, μικρή μικρή και μαύρη, σαν λιωμένο έντο­μο. Και δε σάλευε, καμιά από τις ακτίνες της δεν τεντωνόταν όπως πριν. Τέρμα. Τετέλεσται. Αχ, Μάγα, ήμαστε τόσο λυπημένοι…

Pages 800
Publication Date 2018
Publisher Opera
ISBN 9789608397934
Binding Paperback
Author Julio Cortázar
  • Available collection from our Sheffield premises
View full details

ALL GOODS TRAVEL WITH THE RESPONSIBILITY OF THE CUSTOMER